- μέσωρος
- μέσωρος, -ον (Α)1. (κατά τον Ησύχ.) αυτός που βρίσκεται μεταξύ τής παιδικής και τής ανδρικής ηλικίας, νεανίας, έφηβος2. αυτός που αρμόζει ή αναφέρεται σε αυτήν την ενδιάμεση ηλικία («μέσωρα ὅπλατὰ καὶ τοῑς παισὶν ἁρμόσαι δυνάμενα», Πολυδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)-* + ὅρος. Το -ω- τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. δί-ωρος)].
Dictionary of Greek. 2013.